Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Ένας ανεντιμος θάνατος!!

Κάθε φορά που γεννιέται ένας ηθοποιός της στόφας του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ο διάβολος βγαίνει ανακουφισμένος για τσιγάρο στο μπαλκόνι του μαιευτηρίου. Όλα τα χαρισματικά παιδιά αυτού του κόσμου είναι και λίγο δικά του παιδιά, αλλά αυτούς τους ηθοποιούς τους αγαπάει περισσότερο.   Ο Χόφμαν ήταν ένα τέτοιο παιδί. Ένας ηθοποιός. Ένα πλάσμα προορισμένο να συνεχίσει την αρχαία και κάπως παγανιστική τέχνη της υποκριτικής ως είχε πάντα: με όλη της τη βασκανία και όλον της το μυστικισμό. Θα ήταν ηθοποιός αν είχε γεννηθεί διακόσια χρόνια πριν ή πεντακόσια χρόνια πριν ή δύο χιλιάδες χρόνια πριν.   Γεννήθηκε πριν από 46 χρόνια κι εξελίχθηκε στον κορυφαίο καρατερίστα των ημερών μας. Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε σινεφίλ ποιοι είναι οι «καλύτεροι» σύγχρονοι ηθοποιοί και του αφήσεις και δέκα λεπτά να σκεφτεί πριν απαντήσει, κατά πάσα πιθανότητα θα τον συμπεριλάβει στην πεντάδα του. Κανένας, μάλλον, δεν θα του δώσει την πρώτη θέση και σίγουρα κανένας δεν θα τον αναφέρει ως τον αγαπημένο του ηθοποιό. Και δικαίως. Δεν ήταν leading man, δεν ήταν ωραίος γκόμενος, δεν ήταν γοητευτικός, δεν ήταν καν συμπαθητικός. Ήταν ο καλύτερος σ' αυτό που έκανε -ώρες ώρες ήταν τέλειος- ήταν ο συνεπέστερος σ' αυτό που έκανε, αλλά αυτό που έκανε σπανίως στόχευε στη συμπάθεια. Ήταν ένας πληθωρικός ενσαρκωτής με όλες τις κυριολεξίες της φράσης. Οι ρόλοι του είχαν πάντα πολλή σάρκα, λίγα εύθραυστα οστά από κάτω κι ένα ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο από την κόλαση στην κωλότσεπη. Αυτό που  ενεργοποιούσε τον προσωπικό σου συναγερμό και σε υποχρέωνε να κρατάς μια απόσταση ασφαλείας και αφαιρούσε πόντους συμπάθειας.   Θα ήθελα να γράψω ότι ήταν ο κορυφαίος της γενιάς του, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν έφτασε τη γενιά του. Δεν έφτασε την πραγματική του ηλικία. Ήταν σαν να γεννήθηκε πενηντάρης – εδώ και χρόνια έπαιζε ρόλους πενηντάρηδων. Το ότι πέθανε στα 46 του, μ' αυτόν τον τρόπο, με σοκάρει και με θλίβει, αλλά πιο πολύ απ' όλα μου τη σπάει. Ο θάνατός του με πειράζει προσωπικά, εντελώς εγωιστικά. Με πειράζει γιατί δεν πρόλαβα να τον δω στο θέατρο και γιατί δε με άφησε να τον δω σε όλες τις μεγάλες ταινίες που είχε μπροστά του. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι η εξάρτησή του ήταν ισχυρότερη από τη λαχτάρα του να υποδυθεί, π.χ., τον Άσενμπαχ στον «Θάνατο στη Βενετία». Όσο σημαντικά κι είναι αυτά που αφήνει πίσω του, όλες αυτές οι μικρές στιγμές που είχε την ικανότητα να τους προσδίδει μνημειώδεις διαστάσεις, σου έδινε την εντύπωση ότι τα σημαντικότερα ήταν μπροστά του. Ότι όπου να 'ναι θα πέρναγε το κατώφλι τους.   Ο θάνατός του είναι μια προδοσία. Ένας ανέντιμος θάνατος. Δεν γίνεται να πεθαίνεις πριν φτάσεις την πραγματική σου ηλικία. Και δεν γίνεται να πεθαίνεις έτσι, από ναρκωτικά, όταν τα έχεις όλα. Στα «όλα» δεν συμπεριλαμβάνω τα τρία παιδιά ή, ξέρω 'γω, τα λεφτά, το status και την καταξίωση ανάμεσα στους συναδέλφους του. Είναι απλώς ανέντιμο να πεθαίνεις έτσι, όταν έχεις ένα χάρισμα τόσο μεγάλο που παύει να είναι δικό σου και οφείλεις να το μοιράσεις σε όλους. Όταν έχεις γεννηθεί με έναν τόσο ξεκάθαρο προορισμό κι όταν έχεις ήδη κατακτήσει -με σκληρές μάχες και αίμα- όλα τα μέσα για να τον εκπληρώσεις.